- λιθοφάση
- ηγεωλ. το σύνολο τών λιθολογικών χαρακτηριστικών τών ιζηματογενών στρωμάτων, η γνώση τών οποίων επιτρέπει την αναπαράσταση τών περιβαλλοντικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την εποχή τής ιζηματογένεσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. lithofacies < litho- (< λιθ[ο]-*) + facies «λατ. facies «όψη»)].
Dictionary of Greek. 2013.